- μαρτυρογραμμένος
- μαρτυρογραμμένος, -η, -ον (Μ)(για κείμενο) αυτός που εξιστορεί το μαρτύριο ενός αγίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + γραμμένος, μτχ. τού ρ. γράφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek